λιθοβολισμός

λιθοβολισμός
ο
πετροβολισμός, θανάτωση με ρίψη λίθων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιθοβολισμός — ο (Α λιθοβολισμός) η βολή λίθων νεοελλ. η θανάτωση με πετροβόλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοβολῶ, κατά τα ουσ. σε ισμός (πρβλ. πετροβολ ισμός)] …   Dictionary of Greek

  • λιθοβολισμοῦ — λιθοβολισμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοβολισμῷ — λιθοβολισμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαϊβολία — λαϊβολία, ἡ (Μ) [λαϊβολώ] λιθοβολισμός …   Dictionary of Greek

  • λευσμός — λευσμός, ὁ (Α) [λεύω] λιθοβολία, λιθοβολισμός («τίς ἔσθ ὁ μέλλων σκόλοπος ἢ λευσμοῡ τυχεῑν», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • λιθασμός — λιθασμός, ὁ (ΑM) [λιθάζω] λιθοβολισμός, λιθοβόλημα …   Dictionary of Greek

  • λιθοβολημός — λιθοβολημός, ὁ (Μ) [λιθοβολώ] λιθοβολισμός …   Dictionary of Greek

  • πετροβόλημα — το, Ν [πετροβολώ] το να πετάει κανείς πέτρες, η ρίψη λίθων, λιθοβολισμός …   Dictionary of Greek

  • πετροβόλημα — το πετροβολισμός, λιθοβολισμός: Τα παιδιά σπάσανε τα τζάμια με τα πετροβολήματά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”